χακί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χακί < οπτικό δάνειο από την αγγλική khaki με επίδραση του γαλλικού τονισμού kaki [1] < χίντι / ούρντου ख़ाकी < περσική خاکی (xâki, γήινος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐κί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχακί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) ανάμεσα στο σταχτοκίτρινο και το σταχτοπράσινο, που έχουν οι περισσότερες στρατιωτικές στολές
- (μεταφορικά) η στρατιωτική θητεία
- (μεταφορικά) ο στρατός
- (παρωχημένο) είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται στις στρατιωτικές στολές
Εκφράσεις
επεξεργασία- ντύνομαι στο χακί (υπηρετώ τη στρατιωτική θητεία μου, γίνομαι στρατιώτης)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχακί άκλιτο
- που έχει το χρώμα χακί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χακί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας