Δείτε επίσης: χάκι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χακί < ορθογραφικό δάνειο από την αγγλική khaki με επίδραση του γαλλικού τονισμού kaki [1] < χίντι / ούρντου ख़ाकी < περσική خاکی (xâki, γήινος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐κί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χακί ουδέτερο άκλιτο

  1. (χρώμα) ανάμεσα στο σταχτοκίτρινο και το σταχτοπράσινο, που έχουν οι περισσότερες στρατιωτικές στολές
    το χακί μοιάζει με το λαδί και διευκολύνει το καμουφλάζ
    χακί (χρώμα):   
    (σκούρο χακί)
  2. (μεταφορικά) η στρατιωτική θητεία
  3. (μεταφορικά) ο στρατός
  4. (παρωχημένο) είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται στις στρατιωτικές στολές

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ντύνομαι στο χακί (υπηρετώ τη στρατιωτική θητεία μου, γίνομαι στρατιώτης)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

χακί άκλιτο

  • που έχει το χρώμα χακί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία