χακί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐κί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χακί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) ανάμεσα στο σταχτοκίτρινο και το σταχτοπράσινο, που έχουν οι περισσότερες στρατιωτικές στολές
- (μεταφορικά) η στρατιωτική θητεία
- (μεταφορικά) ο στρατός
- (παρωχημένο) είδος υφάσματος που χρησιμοποιείται στις στρατιωτικές στολές
Εκφράσεις
επεξεργασία- ντύνομαι στο χακί (υπηρετώ τη στρατιωτική θητεία μου, γίνομαι στρατιώτης)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χακί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας