Δείτε επίσης: χακί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάκι τα χάκια
      γενική του χακιού των χακιών
    αιτιατική το χάκι τα χάκια
     κλητική χάκι χάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάκι < τουρκική hak (δικαιοσύνη) < αραβική حق (ḥaqq, αλήθεια)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία