δικαίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικαίωση | οι | δικαιώσεις |
γενική | της | δικαίωσης* | των | δικαιώσεων |
αιτιατική | τη | δικαίωση | τις | δικαιώσεις |
κλητική | δικαίωση | δικαιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δικαιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δικαίωση < αρχαία ελληνική δικαίωσις < δικαιόω / δικαιῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική justification)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈce.o.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικαίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δικαιώνω
- (νομικός όρος) η απόδοση δίκιου σε κάποιον, η απαλλαγή από κατηγορία, η αθώωση
- η αναγνώριση ότι κάτι ήταν δίκαιο και σωστό ή ότι κάποιος είχε δίκιο σε κάτι που υποστήριζε
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δικαίωση