δικαίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δικαίωσῐς | αἱ | δικαιώσεις |
γενική | τῆς | δικαιώσεως | τῶν | δικαιώσεων |
δοτική | τῇ | δικαιώσει | ταῖς | δικαιώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δικαίωσῐν | τὰς | δικαιώσεις |
κλητική ὦ! | δικαίωσῐ | δικαιώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικαιώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δικαιωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδικαίωσις, -εως θηλυκό
- (νομικός όρος) απονομή δικαιοσύνης (είτε με ποινή, είτε με αθώωση)
- (νομικός όρος) δίκαιη κρίση
- (νομικός όρος) απαίτηση, απαίτηση
- (ελληνιστική σημασία) η δικαίωση
Πηγές
επεξεργασία- δικαίωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δικαίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.