Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δικαίωσῐς αἱ δικαιώσεις
      γενική τῆς δικαιώσεως τῶν δικαιώσεων
      δοτική τῇ δικαιώσει ταῖς δικαιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δικαίωσῐν τὰς δικαιώσεις
     κλητική ! δικαίωσῐ δικαιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικαιώσει
γεν-δοτ τοῖν  δικαιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαίωσις < δικαιόω / δικαιώ + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικαίωσις, -εως θηλυκό

  1. (νομικός όρος) απονομή δικαιοσύνης (είτε με ποινή, είτε με αθώωση)
  2. (νομικός όρος) δίκαιη κρίση
  3. (νομικός όρος) απαίτηση, απαίτηση
  4. (ελληνιστική σημασία) η δικαίωση

  Πηγές επεξεργασία