Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.xtoˈci.tɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐χτο‐κί‐τρι‐νο

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία

σταχτοκίτρινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σταχτοκίτρινος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταχτοκίτρινο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στάχτη και κίτρο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

σταχτοκίτρινο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σταχτοκίτρινο