Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταχτοκίτρινος η σταχτοκίτρινη το σταχτοκίτρινο
      γενική του σταχτοκίτρινου της σταχτοκίτρινης του σταχτοκίτρινου
    αιτιατική τον σταχτοκίτρινο τη σταχτοκίτρινη το σταχτοκίτρινο
     κλητική σταχτοκίτρινε σταχτοκίτρινη σταχτοκίτρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταχτοκίτρινοι οι σταχτοκίτρινες τα σταχτοκίτρινα
      γενική των σταχτοκίτρινων των σταχτοκίτρινων των σταχτοκίτρινων
    αιτιατική τους σταχτοκίτρινους τις σταχτοκίτρινες τα σταχτοκίτρινα
     κλητική σταχτοκίτρινοι σταχτοκίτρινες σταχτοκίτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχτοκίτρινος < σταχτής + -ο- + κίτρινος

  Επίθετο επεξεργασία

σταχτοκίτρινος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία