ενεστώτας entitle
γ΄ ενικό ενεστώτα entitles
αόριστος entitled
παθητική μετοχή entitled
ενεργητική μετοχή entitling

entitle (en)

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) δικαιούμαι, δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι
    ⮡  He is entitled to a pension.
    Δικαιούται να πάρει σύνταξη.
    ⮡  I’m entitled to a little rest.
    Δικαιούμαι να ξεκουραστώ λίγο.
    ⮡  This entitles me to…
    Αυτό μου δίνει το δικαίωμα να…
    ⮡  I am entitled to compensation.
    Έχω αξίωση για αποζημίωση.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) τιτλοφορώ, δίνω έναν τίτλο σε ένα βιβλίο, ταινία κτλ.
    ⮡  a book entitled “Zorbas” - ένα βιβλίο τιτλοφορούμενο «Ζορμπάς»
  3. δίνω έναν τιμητικό τίτλο (σε κάποιον)