κεφαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεφαλιά | οι | κεφαλιές |
γενική | της | κεφαλιάς | των | κεφαλιών |
αιτιατική | την | κεφαλιά | τις | κεφαλιές |
κλητική | κεφαλιά | κεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακεφαλιά θηλυκό