Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλιά οι κεφαλιές
      γενική της κεφαλιάς των κεφαλιών
    αιτιατική την κεφαλιά τις κεφαλιές
     κλητική κεφαλιά κεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλιά < κεφάλι + -ιά
 
Χτύπημα της μπάλας με κεφαλιά.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεφαλιά θηλυκό

  1. χτύπημα (κυρίως βολή σε άθλημα) με το κεφάλι
    ο επιθετικός έριξε μια κεφαλιά και έβαλε γκολ

  Μεταφράσεις επεξεργασία