Ετυμολογία

επεξεργασία
coup de tête → δείτε τις λέξεις coup και tête

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
coup de tête coups de tête

coup de tête (fr) αρσενικό

  1. η κεφαλιά
  2. η απερισκεψία, η αποκοτιά