↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απερισκεψία οι απερισκεψίες
      γενική της απερισκεψίας των απερισκεψιών
    αιτιατική την απερισκεψία τις απερισκεψίες
     κλητική απερισκεψία απερισκεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απερισκεψία < απερίσκεπ(τος) + -σία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pe.ɾi.skeˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πε‐ρι‐σκε‐ψί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απερισκεψία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του απερίσκεπτου, το να ενεργείς χωρίς να έχεις προηγουμένως σκεφτεί τις συνέπειες της ενέργειάς σου
  2. μια απερίσκεπτη πράξη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία