κεφαλιά ψαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεφαλιά ψαράκι | οι | κεφαλιές ψαράκι |
γενική | της | κεφαλιάς ψαράκι | των | κεφαλιών ψαράκι |
αιτιατική | την | κεφαλιά ψαράκι | τις | κεφαλιές ψαράκι |
κλητική | κεφαλιά ψαράκι | κεφαλιές ψαράκι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακεφαλιά ψαράκι θηλυκό
- (αθλητισμός, ποδόσφαιρο) όταν ένας ποδοσφαιριστής εκτινάσσεται μπροστά, τοποθετώντας το σώμα του παράλληλα προς το έδαφος και χτυπά τη μπάλα με το κεφάλι για να βάλει γκολ ή απλά για να αποκρούσει την μπάλα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλιά ψαράκι
|
Πηγές
επεξεργασία- κεφαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κεφαλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)