Ετυμολογία

επεξεργασία
off the top of one's head <  δείτε τις λέξεις off, the, top, of, one και head

off the top of one's head (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) από μνήμης, πρόχειρα, μαντεύω ή χρησιμοποιώ τη μνήμη μου, χωρίς να σκεφτώ προσεκτικά ή να ελέγξω τα γεγονότα
      I can’t tell you off the top of my head exactly which ones.
    Δεν μπορώ να σας πω από μνήμης ποιες ακριβώς είναι.
      I can’t answer you off the top of my head.
    Δεν μπορώ να σου απαντήσω πρόχειρα.