ενεστώτας leave over
γ΄ ενικό ενεστώτα leaves over
αόριστος left over
παθητική μετοχή left over
ενεργητική μετοχή leaving over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
leave over < → δείτε τις λέξεις leave και over

leave over (en)

  • περισσεύω
    ⮡  if there is any food left over - αν περισσέψει φαΐ
    ⮡  I spent a lot today and I only have 50 euros left over from my salary.
    Ξόδεψα πολλά σήμερα και μου περίσσεψαν από το μισθό μου μόνο 50 ευρώ.