ενεστώτας remain
γ΄ ενικό ενεστώτα remains
αόριστος remained
παθητική μετοχή remained
ενεργητική μετοχή remaining

remain (en)

  1. παραμένω, μένω, συνεχίζω να είμαι κάτι· είμαι ακόμα στην ίδια κατάσταση
    ⮡  The meaning remains exactly the same.
    Το νόημα παραμένει ακριβώς το ίδιο.
    ⮡  I remained standing/in my seat.
    Παρέμεινα όρθιος/στο κάθισμά μου.
    ⮡  I am remaining sober.
    Μένω ξεμέθυστος.
    ⮡  They remained silent.
    Έμειναν σιωπηλοί.
    ⮡  He remained faithful.
    Έμεινε πιστός.
     συνώνυμα: stay
  2. (αμετάβατο) απομένω, υπολείπομαι, συνεχίζει να υπάρχει αφού τα άλλα μέρη έχουν αφαιρεθεί, χρησιμοποιηθεί κτλ.
    ⮡  How much money remains?
    Πόσα χρήματα έχουν απομείνει;
    ⮡  Few houses remained after the earthquakes.
    Λίγα σπίτια απόμειναν μετά τους σεισμούς.
    ⮡  How many bills do you have remaining?
    Πόσα γραμμάτια σου υπολείπονται;
     συνώνυμα: be left
  3. (αμετάβατο) μένω στο ίδιο μέρος· δεν φεύγω
    ⮡  We remained in the park until nightfall.
    Μείναμε στο πάρκο ώσπου νύχτωσε.
    ⮡  She must remain in bed for about a week.
    Θα πρέπει να μείνει στο κρεβάτι για καμία βδομάδα.
     συνώνυμα: stay
  4. (αμετάβατο) μένω, υπολείπομαι, που πρέπει ακόμη να γίνει, να ειπωθεί ή να αντιμετωπιστεί
    ⮡  Nothing remains to be said.
    Δεν μένει να πούμε τίποτα.
    ⮡  There still remains a lot to do.
    Μένουν πολλά να γίνουν ακόμα.
    ⮡  There remains much to be done.
    Πολλά υπολείπονται να γίνουν.
     συνώνυμα: be left