Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας remain
γ΄ ενικό ενεστώτα remains
αόριστος remained
παθητική μετοχή remained
ενεργητική μετοχή remaining

  Ρήμα επεξεργασία

remain (en)

  1. (αμετάβατο) απομένω, συνεχίζει να υπάρχει αφού τα άλλα μέρη έχουν αφαιρεθεί, χρησιμοποιηθεί κτλ.
    How much money remains?
    Πόσα χρήματα έχουν απομείνει;
     συνώνυμα: be left
  2. μένω, υπολείπομαι, που πρέπει ακόμη να γίνει, να ειπωθεί ή να αντιμετωπιστεί
    Nothing remains to be said.
    Δεν μένει να πούμε τίποτα.
    There still remains a lot to do.
    Μένουν πολλά να γίνουν ακόμα.
    There remains much to be done.
    Πολλά υπολείπονται να γίνουν.

  Πηγές επεξεργασία