exit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exit | exits |
exit (en)
- η έξοδος, το σημείο από όπου κάποιος εξέρχεται
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | exit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exits |
αόριστος | exited |
παθητική μετοχή | exited |
ενεργητική μετοχή | exiting |
exit (en)