permis
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpermis (fr) αρσενικό (πληθυντικός: permis)
- άδεια (συγκατάνευση για κάτι)
Μετοχή
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
permis | permiss |
permis (fr) αρσενικό
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος permettre, επιτρεπτός
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpermis (ro)