Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

permis (fr) αρσενικό (πληθυντικός: permis)

      ενικός         πληθυντικός  
permis permiss

permis (fr) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

permis (ro)

  1. άδεια