Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιππουρίδα οι ιππουρίδες
      γενική της ιππουρίδας των ιππουρίδων
    αιτιατική την ιππουρίδα τις ιππουρίδες
     κλητική ιππουρίδα ιππουρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιππουρίδα < αρχαία ελληνική ἵππουρις < ἵππος + οὐρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιππουρίδα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) (ιστορία) διακριτικό του βαθμού Τούρκου πασά (φτιαγμένο από φούντα από τρίχες της ουράς αλόγου)
  2. (βοτανική, φυτό) είδος ποώδους φυτού
     συνώνυμα: πολύκομπος, πολυκόμπι, πολύκομβος
  3. (ανατομία) νηματοειδής κατάληξη νωτιαίου μυελού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία