ιππουρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιππουρίδα < αρχαία ελληνική ἵππουρις < ἵππος + οὐρά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιππουρίδα θηλυκό
- (παρωχημένο) (ιστορία) διακριτικό του βαθμού Τούρκου πασά (φτιαγμένο από φούντα από τρίχες της ουράς αλόγου)
- (βοτανική, φυτό) είδος ποώδους φυτού
- (ανατομία) νηματοειδής κατάληξη νωτιαίου μυελού
Συγγενικά επεξεργασία
- ιππουριδικός
- → δείτε τη λέξη ίππος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιππουρίδα
|