Δείτε επίσης: ουρά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐρᾱ́ αἱ οὐραί
      γενική τῆς οὐρᾶς τῶν οὐρῶν
      δοτική τῇ οὐρ ταῖς οὐραῖς
    αιτιατική τὴν οὐρᾱ́ν τὰς οὐρᾱ́ς
     κλητική ! οὐρᾱ́ οὐραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐρᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  οὐραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐρά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ers- [πιθανόν *h₃érsos (πισινός, γλουτός)]. Συγγενή: ὄρρος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐρά θηλυκό

  1. ουρά
  2. (μεταφορικά) αιδοίο
  3. (μεταφορικά) οπισθοφυλακή
  4. (μεταφορικά) αριστερή πλευρά της φάλαγγας
  5. (μεταφορικά) η πίσω πλευρά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οὐρά στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία