οπισθοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπισθοφυλακή < αρχαία ελληνική ὀπισθοφυλακία < ὀπισθοφύλαξ < ὄπισθεν + φύλαξ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrière-garde)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοπισθοφυλακή θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) το στρατιωτικό τμήμα που πορεύεται στο τέλος, φυλάσσοντας τα νώτα του στρατεύματος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- οπισθοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις όπισθεν και φυλάττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπισθοφυλακή
|