Ετυμολογία en

επεξεργασία

rearguard (en) < rear + guard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rearguard (en) και rear guard

  1. οπισθοφυλακή σε στρατιωτικές ή παρεμφερείς επιχειρήσεις
  2. η άμυνα (κυρίως σε ομαδικά αθλήματα) ή και γενικα μεταφορικά

Αντώνυμα

επεξεργασία