κομπολόγι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κομπολόγι | τα | κομπολόγια |
γενική | του | κομπολογιού | των | κομπολογιών |
αιτιατική | το | κομπολόγι | τα | κομπολόγια |
κλητική | κομπολόγι | κομπολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομπολόγι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπολόγι < κόμπ(ος) + -ο- + -λόγι (λόγ(ος) + -ι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπολόγι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κομπολόι
- (σπάνιο) κομποσκοίνι ή ροδάριο-ροζάριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομπολόγι
|