ροδάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροδάριο | τα | ροδάρια |
γενική | του | ροδάριου & ροδαρίου |
των | ροδάριων & ροδαρίων |
αιτιατική | το | ροδάριο | τα | ροδάρια |
κλητική | ροδάριο | ροδάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ροδάριο (el) ουδέτερο
- κομπολόι (σταθερών χαντρών) καθολικών, σειρά χαντρών σε μενταγιόν ή κλειστό σχοινί στο οποίο όμως κρέμεται σχοινί με επιπλέον χάντρες και την άκρη του έχει σταυρό
- όργανο προσευχητικής καταμέτρησης