Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδάριο τα ροδάρια
      γενική του ροδάριου
ροδαρίου
των ροδάριων
ροδαρίων
    αιτιατική το ροδάριο τα ροδάρια
     κλητική ροδάριο ροδάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροδάριο (el) ουδέτερο

  • κομπολόι (σταθερών χαντρών) καθολικών, σειρά χαντρών σε μενταγιόν ή κλειστό σχοινί στο οποίο όμως κρέμεται σχοινί με επιπλέον χάντρες και την άκρη του έχει σταυρό
όργανο προσευχητικής καταμέτρησης


Δείτε επίσης επεξεργασία

ροζάριο ή ροδάριο[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία