→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ὑψῐφρον-
ονομαστική / ὑψίφρων τὸ ὑψίφρον
      γενική τοῦ/τῆς ὑψίφρονος τοῦ ὑψίφρονος
      δοτική τῷ/τῇ ὑψίφρον τῷ ὑψίφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑψίφρον τὸ ὑψίφρον
     κλητική ! ὑψίφρον ὑψίφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑψίφρονες τὰ ὑψίφρον
      γενική τῶν ὑψιφρόνων τῶν ὑψιφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑψίφροσῐ(ν) τοῖς ὑψίφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑψίφρονᾰς τὰ ὑψίφρον
     κλητική ! ὑψίφρονες ὑψίφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑψίφρονε τὼ ὑψίφρονε
      γεν-δοτ τοῖν ὑψιφρόνοιν τοῖν ὑψιφρόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψίφρων < (ὕψι) ὑψί- + -φρων

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑψίφρων, -ων, -ον ή ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό

  1. με υψηλό φρόνημα
  2. υπερόπτης, αλαζονικός, ψωροπερήφανος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 52 (2.52)
    ὑψιφρόνων τιν᾽ ἔκαμψε βροτῶν,

Συνώνυμα

επεξεργασία