ὑψίφρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὑψῐφρον- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑψίφρων | τὸ | ὑψίφρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑψίφρονος | τοῦ | ὑψίφρονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑψίφρονῐ | τῷ | ὑψίφρονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑψίφρονᾰ | τὸ | ὑψίφρον | ||
κλητική ὦ! | ὑψίφρον | ὑψίφρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑψίφρονες | τὰ | ὑψίφρονᾰ | ||
γενική | τῶν | ὑψιφρόνων | τῶν | ὑψιφρόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑψίφροσῐ(ν) | τοῖς | ὑψίφροσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑψίφρονᾰς | τὰ | ὑψίφρονᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὑψίφρονες | ὑψίφρονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑψίφρονε | τὼ | ὑψίφρονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑψιφρόνοιν | τοῖν | ὑψιφρόνοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑψίφρων, -ων, -ον ή ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό
- με υψηλό φρόνημα
- υπερόπτης, αλαζονικός, ψωροπερήφανος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 52 (2.52)
- ὑψιφρόνων τιν᾽ ἔκαμψε βροτῶν,
- τον ψηλοφαντασμένο γονάτισε,
- Μετάφραση (1953): Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- τον περήφανο θνητό λυγίζει
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- τον ψηλοφαντασμένο γονάτισε,
- ὑψιφρόνων τιν᾽ ἔκαμψε βροτῶν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 52 (2.52)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑψίφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑψίφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.