ψωροπερήφανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωροπερήφανος < ψώρα + περήφανος <υπερήφανος
Επίθετο επεξεργασία
ψωροπερήφανος, -η, -ο,
- για κάποιον φτωχό που όμως υπερηφανεύεται
- αφού δεν έχεις να φας, τι την θες την BMW ρε ψωροπερήφανε;
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωροπερήφανος
|