ψωροπερήφανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψωροπερήφανα < ψωροπερήφανος
Επίρρημα
επεξεργασία- με ψωροπερήφανο τρόπο, όταν συμπεριφέρεται κάποιος με ψωροπερηφάνια
- κάποτε είχε λεφτά, αλλά τώρα του έμεινε η περηφάνια και φέρεται ψωροπερήφανα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψωροπερήφανα
|