ψωροπερηφάνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψωροπερηφάνια | οι | ψωροπερηφάνιες |
γενική | της | ψωροπερηφάνιας | — | |
αιτιατική | την | ψωροπερηφάνια | τις | ψωροπερηφάνιες |
κλητική | ψωροπερηφάνια | ψωροπερηφάνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψωροπερηφάνια < ψωροπερήφανος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψωροπερηφάνια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωροπερηφάνια
|