Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑψερεφής < ὕψι + ἐρέφω

  Επίθετο επεξεργασία

ο και η ὑψερεφής, το ὑψερεφές και ο,η ὑψηρεφής,-ές

  Πηγές επεξεργασία