κυδάλιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κυδάλιμος | ἡ | κυδαλίμη | τὸ | κυδάλιμον |
γενική | τοῦ/τῆς | κυδαλίμου | τῆς | κυδαλίμης | τοῦ | κυδαλίμου |
δοτική | τῷ/τῇ | κυδαλίμῳ | τῇ | κυδαλίμῃ | τῷ | κυδαλίμῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | κυδάλιμον | τὴν | κυδαλίμην | τὸ | κυδάλιμον |
κλητική ὦ! | κυδάλιμε | κυδαλίμη | κυδάλιμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κυδάλιμοι | αἱ | κυδάλιμαι | τὰ | κυδάλιμᾰ |
γενική | τῶν | κυδαλίμων | τῶν | κυδαλίμων | τῶν | κυδαλίμων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | κυδαλίμοις | ταῖς | κυδαλίμαις | τοῖς | κυδαλίμοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κυδαλίμους | τὰς | κυδαλίμᾱς | τὰ | κυδάλιμᾰ |
κλητική ὦ! | κυδάλιμοι | κυδάλιμαι | κυδάλιμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυδαλίμω | τὼ | κυδαλίμᾱ | τὼ | κυδαλίμω |
γεν-δοτ | τοῖν | κυδαλίμοιν | τοῖν | κυδαλίμαιν | τοῖν | κυδαλίμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυδάλιμος < κῦδος + -άλιμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίακυδάλιμος, -ος/-η, -ον
- ένδοξος, φημισμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 16 (15-17)
- ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ' ὑψερεφὲς μέγα δῶμα | γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, | τερπόμενοι·
- Ἔτσι μὲς στὸ πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι | ὅλ' οἱ γειτόνοι κι οἱ δικοὶ τοῦ δοξαστοῦ Μενέλαου, | καὶ γλέντιζαν
- Μετάφραση (1900): Αργύρης Εφταλιώτης δ 10
- ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ' ὑψερεφὲς μέγα δῶμα | γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο, | τερπόμενοι·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 467 (467-469)
- υἱὸς δ᾽ Ἀλκμήνης καὶ κυδάλιμος Ἰόλαος | Κύκνον σκυλεύσαντες ἀπ᾽ ὤμων τεύχεα καλὰ | νίσοντ᾽·
- Και της Αλκμήνης το παιδί κι ο ξακουστός Ιόλαος, | απ᾽ του Κύκνου αφαίρεσαν τους ώμους τα ωραία όπλα | κι έφυγαν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- υἱὸς δ᾽ Ἀλκμήνης καὶ κυδάλιμος Ἰόλαος | Κύκνον σκυλεύσαντες ἀπ᾽ ὤμων τεύχεα καλὰ | νίσοντ᾽·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 16 (15-17)
Εκφράσεις
επεξεργασία- κυδάλιμον κῆρ: ευγενική καρδία
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 45 (45-46)
- τοῦ δ᾽ οὔ ποτε κυδάλιμον κῆρ | ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται,
- κι η ευγενής ψυχή του | φόβον δεν έχ᾽ ή δισταγμόν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοῦ δ᾽ οὔ ποτε κυδάλιμον κῆρ | ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 45 (45-46)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυδάλιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυδάλιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.