Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψηχής < ὕψι + ἦχος

  Επίθετο

επεξεργασία

ο και η ὑψηχής, το ὑψηχές

  • που ακούγεται δυνατά, έντονα
  • τὸ ὑψηχές τῶν λόγων
  • ὑψηχέες ἵπποι (ο καλπασμός τους ή όταν χρεμετίζουν με το κεφάλι τους ψηλά)

Συγγενικά

επεξεργασία