Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑψίπολις < ὕψι + πόλις

  Επίθετο επεξεργασία

ο και η ὑψίπολις

  1. που τιμάται από την πόλη στην οποία ζει, ο τιμημένος
  2. που τιμά την πόλη του, που την εξυψώνει με μια ενέργειά του