Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψίθρονος < ὕψι + θρόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ο, η ὑψίθρονος, το ὑψίθρονον

  • εκείνος που έχει υψηλά το θρόνο του