Δείτε επίσης: αυχένας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὐχήν οἱ αὐχένες
      γενική τοῦ αὐχένος τῶν αὐχένων
      δοτική τῷ αὐχέν τοῖς αὐχέσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν αὐχέν τοὺς αὐχένᾰς
     κλητική ! αὐχήν αὐχένες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐχένε
γεν-δοτ τοῖν  αὐχένοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐχήν < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: αὐχένας νέα ελληνικά: αυχένας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αὐχήν, -ένος αρσενικό

  1. (ανατομία) (για ζώα και ανθρώπους) λαιμός, τράχηλος, σβέρκος, (σπάνια) φάρυγγας
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 64 (64-65)
    ἐκ δέ μοι αὐχὴν | ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.
    έτσι, συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι | στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 174 (174-175)
    οἳ δ᾽ αὐχένας ἐξεριπόντες | κείατο τεθνηῶτες ὑπὸ βλοσυροῖσι λέουσιν·
    Κι αυτοί με τους λαιμούς στη γη πεσμένους | κείτονταν σκοτωμένοι από τα βλοσυρά λιοντάρια.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 118.2
    σπασάμενος τὸν ἀκινάκεα ἀποτάμνει αὐτῶν τά τε ὦτα καὶ τὰς ῥῖνας, καὶ ἀνείρας περὶ τὸν χαλινὸν τοῦ ἵππου περὶ τοὺς αὐχένας σφέων ἔδησε καὶ ἀπῆκε.
    τραβάει το σπαθί του, τους κόβει αυτιά και μύτη, τα κάνει αρμαθιά στο χαλινάρι του αλόγου του, τους τα δένει γύρω στον λαιμό και τους ξαποστέλνει.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 3.371, @scaife.perseus
    ἀκλινέος δόχμωσε μεμηνότος αὐχένα ταύρου.
  2. (μεταφορικά) ισθμός
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 72.3
    οὕτως ὁ Ἅλυς ποταμὸς ἀποτάμνει σχεδὸν πάντα τῆς Ἀσίης τὰ κάτω ἐκ θαλάσσης τῆς ἀντίον Κύπρου ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον· ἔστι δὲ αὐχὴν οὗτος τῆς χώρης ταύτης ἁπάσης·
    Έτσι ο Άλης ποταμός αποχωρίζει όλη σχεδόν την κάτω Ασία, από τη θάλασσα αντίκρυ στην Κύπρο έως τον Εύξεινο πόντο. Τούτο το στενό είναι ο λαιμός όλης αυτής της ηπείρου·
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 1288 (1288-1289)
    σὺ δ᾽ Ἰσθμίας γῆς αὐχέν᾽ ἐμβαίνων ποδὶ | χώρει πρὸς ὄχθον Κεκροπίας εὐδαίμονα.
    Κι εσύ για του Ισθμού γοργά προχώρα το πέρασμα | και πήγαινε στην πόλη της Κεκροπίας, την ευτυχισμένη.
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
  3. (μεταφορικά) το σημείο στο οποίο ο Δούναβης διακλαδώνεται σε πολλά παρακλάδια
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 89.2
    ὁ μὲν δὴ ναυτικὸς στρατὸς ‹τὰς› Κυανέας διεκπλώσας ἔπλεε ἰθὺ τοῦ Ἴστρου, ἀναπλώσας δὲ ἀνὰ ποταμὸν δυῶν ἡμερέων πλόον ἀπὸ θαλάσσης τοῦ ποταμοῦ τὸν αὐχένα, ἐκ τοῦ σχίζεται τὰ στόματα τοῦ Ἴστρου, ἐζεύγνυε.
    Πέρασε λοιπόν το ναυτικό στράτευμα από τις Κυανές κι έβαλε πλώρη κατευθείαν για τον Ίστρο· κι ανεβαίνοντας από τη θάλασσα προς τις πηγές του, ύστερα από ταξίδι με τα πλοία δυο ημερών, έστηναν γέφυρα στο λαιμό του ποταμού, εκεί όπου σχίζεται σε κανάλια ο Ίστρος.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  4. (μεταφορικά) στενή θάλασσα, τα στενά
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 85.3
    τούτου τοῦ πελάγεος τὸ στόμα ἐστὶ εὖρος τέσσερες στάδιοι, μῆκος δὲ τοῦ στόματος, ὁ αὐχήν, τὸ δὴ Βόσπορος κέκληται, κατ᾽ ὃ δὴ ἔζευκτο ἡ γέφυρα, ἐπὶ σταδίους εἴκοσι καὶ ἑκατόν ἐστι·
    Το στόμιο αυτού του πελάγους έχει πλάτος τέσσερες σταδίους και το μάκρος του στομίου, θα λέγαμε ο λαιμός, ακριβώς αυτό που λέμε Βόσπορος (το σημείο δηλαδή στο οποίο ενώθηκαν οι ακτές με γέφυρα), πιάνει εκατόν είκοσι σταδίους·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  5. (μεταφορικά) στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, χαράδρα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα αυχεν-

θέμα αυχην-