Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυλιαύχην
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυλιαύχην
<
γυλιός
ή γύλιος (ο στατιωτικός σάκκος) και
αὐχήν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυλιαύχην
αρσενικό
ο
μακρολαίμης
, με λεπτό και μακρύ αυχένα