Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυλιαύχην < γυλιός ή γύλιος (ο στατιωτικός σάκκος) και αὐχήν


  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυλιαύχην αρσενικό