Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψικάρηνος < ὕψι + κάρηνον (κεφάλι, κορυφή)

  Επίθετο

επεξεργασία

ο, η ὑψικάρηνος, το ὑψικάρηνον

  • που έχει υψηλή κορυφή, υψηλά το κεφάλι, ο υψηλός