Δείτε επίσης: υψιπετής, υψιπέτης, ὑψιπέτης
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑψιπετής τὸ ὑψιπετές οἱ, αἱ ὑψιπετεῖς τὰ ὑψιπετ
Γενική τοῦ, τῆς ὑψιπετοῦς τοῦ ὑψιπετοῦς τῶν ὑψιπετῶν τῶν ὑψιπετῶν
Δοτική τῷ, τῇ ὑψιπετεῖ τῷ ὑψιπετεῖ τοῖς, ταῖς ὑψιπετέσι(ν) τοῖς ὑψιπετέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑψιπετ τὸ ὑψιπετές τοὺς, τὰς ὑψιπετεῖς τὰ ὑψιπετ
Κλητική ὑψιπετές ὑψιπετές ὑψιπετεῖς ὑψιπετ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑψιπετεῖ
Γενική-Δοτική ὑψιπετοῖν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψιπετής < ὑψι- + πίπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὑψιπετής