ὑψιπετής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑψιπετής | τὸ ὑψιπετές | οἱ, αἱ ὑψιπετεῖς | τὰ ὑψιπετῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ὑψιπετοῦς | τοῦ ὑψιπετοῦς | τῶν ὑψιπετῶν | τῶν ὑψιπετῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ὑψιπετεῖ | τῷ ὑψιπετεῖ | τοῖς, ταῖς ὑψιπετέσι(ν) | τοῖς ὑψιπετέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑψιπετῆ | τὸ ὑψιπετές | τοὺς, τὰς ὑψιπετεῖς | τὰ ὑψιπετῆ |
Κλητική | ὑψιπετές | ὑψιπετές | ὑψιπετεῖς | ὑψιπετῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑψιπετεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ὑψιπετοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑψιπετής
- ο ουρανοκατέβατος, που πέφτει από τον ουρανό