ὑψιπέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὑψιπέτης αρσενικό (γενική του ὑψιπέτου) αλλά και επίθετο ὑψιπετήεις,εσσα,εν
- εκείνος που πετά στον ουρανό, στα ύψη
ὑψιπέτης αρσενικό (γενική του ὑψιπέτου) αλλά και επίθετο ὑψιπετήεις,εσσα,εν