υψιπέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υψιπέτης | οι | υψιπέτες |
γενική | του | υψιπέτη | των | υψιπετών |
αιτιατική | τον | υψιπέτη | τους | υψιπέτες |
κλητική | υψιπέτη | υψιπέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υψιπέτης < αρχαία ελληνική ὑψιπέτης < ὕψι + πέτομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψιπέτης αρσενικό (θηλυκό: υψιπέτιδα & (λόγιο) υψιπέτις)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υψιπέτης
|