Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψιμέδων < ὑψι- + -μέδων. Αναλύεται σε επίρρημα ὕψι + -μέδων ( < μετοχή ενεστώτα του μέδω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑψιμέδων (θηλυκό ὑψιμέδουσα)

  1. που βασιλεύει από ψηλά, που διουκεί στα ύψη
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 563 (563-565)
    ὑψιμέδοντα μὲν θεῶν | Ζῆνα τύραννον εἰς χορὸν | πρῶτα μέγαν κικλήσκω·
    Πρώτο το Δία, τον τρανό βασιλιά των θεών, | που μες στα ύψη θρονιάζει, | πρώτον αυτόν στο Χορό μας καλώ·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Ἠλιακῶν Β, 6.3.14 @scaife.perseus
    Λύσανδρον δὲ τὸν Ἀριστοκρίτου Σπαρτιάτην ἀνέθεσαν ἐν Ὀλυμπίᾳ Σάμιοι, καὶ αὐτοῖς τὸ μὲν πρότερον τῶν ἐπιγραμμάτων ἐστὶν
    ἐν πολυθαήτῳ τεμένει Διὸς ὑψιμέδοντος
    ἕστηκʼ ἀνθέντων δημοσίᾳ Σαμίων·
  2. (μεταφορικά) πανύψηλος, απέραντος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 2. (Τιμοδήμῳ Ἀθηναίῳ παγκρατιαστῇ), 19 (2.19) @scaife.perseus
    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν·

Συγγενικά

επεξεργασία