Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑψίγυιος < ὕψι + γυῖον

  Επίθετο επεξεργασία

ο, η ὑψίγυιος, το ὑψίγυιον

  • ὑψίγυιον ἄλσος