Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψιβρεμέτης < ὑψι- + βρέμω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑψιβρεμέτης αρσενικό, (γενική: του ὑψιβρεμέτου)