Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὑψιβρεμέτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὑψιβρεμέτης
<
ὑψι-
+
βρέμω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὑψιβρεμέτης
αρσενικό
, (γενική: του ὑψιβρεμέτου)
που
βροντάει
ψηλά, επίθετο του
Δία