Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑψόροφος < ὕψι + ἐρέφω

  Επίθετο

επεξεργασία

ο, η ὑψόροφος, το ὑψόροφον (και ὑψώροφος,ος,ον)

Συνώνυμα

επεξεργασία