Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
υψῐπεδο-
ονομαστική / ὑψίπεδος τὸ ὑψίπεδον
      γενική τοῦ/τῆς ὑψιπέδου τοῦ ὑψιπέδου
      δοτική τῷ/τῇ ὑψιπέδ τῷ ὑψιπέδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑψίπεδον τὸ ὑψίπεδον
     κλητική ! ὑψίπεδε ὑψίπεδον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑψίπεδοι τὰ ὑψίπεδ
      γενική τῶν ὑψιπέδων τῶν ὑψιπέδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑψιπέδοις τοῖς ὑψιπέδοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑψιπέδους τὰ ὑψίπεδ
     κλητική ! ὑψίπεδοι ὑψίπεδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑψιπέδω τὼ ὑψιπέδω
      γεν-δοτ τοῖν ὑψιπέδοιν τοῖν ὑψιπέδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑψίπεδος < (ὕψι) ὑψί- + πεδ- πέδον (έδαφος) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ὑψίπεδος, -ος, -ον

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία