ἕδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἕδος | τὰ | ἕδᾰ(ᾱ)* |
γενική | τοῦ | ἕδους | τῶν | ἑδῶν |
δοτική | τῷ | ἕδει | τοῖς | ἕδεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἕδος | τὰ | ἕδᾰ |
κλητική ὦ! | ἕδος | ἕδᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑδοῖν | ||
* Όταν προηγείται ε του ε+α > ᾱ (χρέα) και όχι -η όπως στο βέλος, βέλη. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χρέος' όπως «χρέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sédos < *sed- (κάθομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἕδος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἕδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.