Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθήμενος λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθήμενος (μετοχή παρακειμένου με σημασία ενεστώτα)
Και ουσιαστικοποιημένο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈθi.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θή‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθήμενος η καθήμενη το καθήμενο
      γενική του καθήμενου της καθήμενης του καθήμενου
    αιτιατική τον καθήμενο την καθήμενη το καθήμενο
     κλητική καθήμενε καθήμενη καθήμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθήμενοι οι καθήμενες τα καθήμενα
      γενική των καθήμενων των καθήμενων των καθήμενων
    αιτιατική τους καθήμενους τις καθήμενες τα καθήμενα
     κλητική καθήμενοι καθήμενες καθήμενα
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καθήμενος, -η, -ο(δείτε και την αρχαία κλίση στο καθήμενος)

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθήμενος οι καθήμενοι
      γενική του καθήμενου
καθημένου
των καθήμενων
καθημένων
    αιτιατική τον καθήμενο τους καθήμενους
καθημένους
     κλητική καθήμενε καθήμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής καθήμενος
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καθήμενος αρσενικό (θηλυκό καθήμενη & παρωχημένο: καθημένη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καθήμενος καθημένη τὸ καθήμενον
      γενική τοῦ καθημένου τῆς καθημένης τοῦ καθημένου
      δοτική τῷ καθημέν τῇ καθημέν τῷ καθημέν
    αιτιατική τὸν καθήμενον τὴν καθημένην τὸ καθήμενον
     κλητική ! καθήμενε καθημένη καθήμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καθήμενοι αἱ καθήμεναι τὰ καθήμεν
      γενική τῶν καθημένων τῶν καθημένων τῶν καθημένων
      δοτική τοῖς καθημένοις ταῖς καθημέναις τοῖς καθημένοις
    αιτιατική τοὺς καθημένους τὰς καθημένᾱς τὰ καθήμεν
     κλητική ! καθήμενοι καθήμεναι καθήμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθημένω τὼ καθημέν τὼ καθημένω
      γεν-δοτ τοῖν καθημένοιν τοῖν καθημέναιν τοῖν καθημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καθήμενος, η, -ον μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου με σημασία ενεστώτα

  • μετοχή του κάθημαι, ρήματος χρόνου παρακειμένου, μέσης φωνής, με σημασία ενεστώτα

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία