→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐρυεδής τὸ εὐρυεδές
      γενική τοῦ/τῆς εὐρυεδοῦς τοῦ εὐρυεδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐρυεδεῖ τῷ εὐρυεδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐρυεδ τὸ εὐρυεδές
     κλητική ! εὐρυεδές εὐρυεδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐρυεδεῖς τὰ εὐρυεδ
      γενική τῶν εὐρυεδῶν τῶν εὐρυεδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐρυεδέσ(ν) τοῖς εὐρυεδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐρυεδεῖς τὰ εὐρυεδ
     κλητική ! εὐρυεδεῖς εὐρυεδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐρυεδεῖ τὼ εὐρυεδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐρυεδοῖν τοῖν εὐρυεδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐρυεδής < εὐρυ- + ἕδος + -ής

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐρυεδής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

επεξεργασία