→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐρύοδος τὸ εὐρύοδον
      γενική τοῦ/τῆς εὐρυόδου τοῦ εὐρυόδου
      δοτική τῷ/τῇ εὐρυόδ τῷ εὐρυόδ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐρύοδον τὸ εὐρύοδον
     κλητική ! εὐρύοδε εὐρύοδον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐρύοδοι τὰ εὐρύοδ
      γενική τῶν εὐρυόδων τῶν εὐρυόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐρυόδοις τοῖς εὐρυόδοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐρυόδους τὰ εὐρύοδ
     κλητική ! εὐρύοδοι εὐρύοδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐρυόδω τὼ εὐρυόδω
      γεν-δοτ τοῖν εὐρυόδοιν τοῖν εὐρυόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐρύοδος < εὐρύ- + ὁδός

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐρύοδος, -ος, -ον