Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑψίζυγος < ὕψι + ζυγόν ή ζυγός

  Επίθετο επεξεργασία

ο, η ὑψίζυγος, το ὑψίζυγον

  • χαρακτηρισμός του Δία, εκείνος που κάθεται υψηλά και κυβερνά τα πάντα
  • ο κωπηλάτης που η θέση του στο πλοίο ήταν στην πάνω σειρά