Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υψικάμινος οι υψικάμινοι (υψικάμινες)
      γενική της υψικαμίνου των υψικαμίνων
    αιτιατική την υψικάμινο τις υψικαμίνους (υψικάμινες)
     κλητική υψικάμινε (υψικάμινο) υψικάμινοι (υψικάμινες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψικάμινος < υψι- + κάμινος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική haut fourneau: ο σωστός σχηματισμός θα ήταν * υψηλοκάμινος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υψικάμινος θηλυκό

  1. ειδική κάμινος μεγάλου ύψους, που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, εντός της οποίας γίνεται η τήξη του σιδήρου και παρασκευάζεται ο χυτοσίδηρος
  2. (κατ’ επέκταση) εργοστάσιο με τέτοιες καμίνους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία