πολύηχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολύηχος | η | πολύηχη | το | πολύηχο |
γενική | του | πολύηχου | της | πολύηχης | του | πολύηχου |
αιτιατική | τον | πολύηχο | την | πολύηχη | το | πολύηχο |
κλητική | πολύηχε | πολύηχη | πολύηχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολύηχοι | οι | πολύηχες | τα | πολύηχα |
γενική | των | πολύηχων | των | πολύηχων | των | πολύηχων |
αιτιατική | τους | πολύηχους | τις | πολύηχες | τα | πολύηχα |
κλητική | πολύηχοι | πολύηχες | πολύηχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολύηχος < ελληνιστική < πολύς + ήχος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύηχος, -η, -ο
- που παράγει πολλούς ήχους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολύηχος
|