απόι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπόι ουδέτερο
- (κρητικά) πρωινή ή βραδινή καταχνιά, υγρασία, δροσιά, δροσούλα[1]
- ※ Η στοχαστική παρομοίωση της παπαρούνας στην Ιλιάδα, ραψωδία Θʹ, 306–308: (…) Κι ως γέρνει το λουλούδι της στον κήπο η παπαρούνα, που τη νότισε η ανοιξιάτικη πρωινή δροσιά και βάρυνε, έτσι, και το κεφάλι του όμοια έγειρε, βαρύ ο Γοργυθίων. (…) Το βάρος πια δεν άντεχε της περικεφαλαίας κι πλάγιασε στον ώμο του όπως η παπαρούνα που βάρυνε απ’ τη δροσιά στο πρωινό απόι κι έγειρε το λουλούδι της το χώμα να κοιτάζει. (www.efsyn.gr, 29.05.2023)
Επίρρημα
επεξεργασίααπόι